- φωτοσκιάζω
- μετ. жив. класть светотени (на картину, рисунок); оттенять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτοσκιάζω — Ν 1. συνδυάζω αρμονικά τα ζωηρά και τα σκοτεινά χρώματα σε μια εικόνα 2. συμπληρώνω εικόνα με φωτοσκίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + σκιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
φωτοσκιάζω — φωτοσκίασα, μτβ., σε ζωγραφικό πίνακα συνδυάζω αρμονικά τα ζωηρά με τα σκοτεινά χρώματα, τον συμπληρώνω με φωτοσκίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek
φωτοσκίαση — η, Ν το κιαροσκούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτοσκιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. φωτοσκίασις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek